Ut pictura poesis (όπως η ζωγραφική, έτσι και η ποίηση) είναι η λατινική απόδοση από τον Ρωμαίο ποιητή Οράτιο (1ος αι. π.Χ.) του περίφημου αφορισμού του Σιμωνίδη (5ος αι. π.Χ.) «η ποίηση είναι ζωγραφία λαλούσα, η δε ζωγραφική ποίηση σιγώσα». Η εξίσωση του Οράτιου ως προς την ιεράρχηση των δύο τεχνών προκάλεσε μακρόβιες διαμάχες από την αρχαιότητα έως την Αναγέννηση, οπότε οι καλλιτέχνες έπαψαν να θεωρούνται απλώς χειρώνακτες, αλλά ισότιμοι με τους ποιητές που ασκούσαν πνευματικό λειτούργημα. Η διακήρυξη του Leonardo da Vinci ότι η ζωγραφική είναι πνευματική υπόθεση (cosa mentale) αποτελεί πλέον αξίωμα, όπως επίσης αναμφισβήτητη θεωρείται η αυτοτέλεια ενός έργου τέχνης που έχει ως αφετηρία μια ποιητική δημιουργία.
Ποιητικές είναι οι δημιουργίες οι οποίες ενέπνευσαν τα έργα του Ανδρέα Γεωργιάδη που παρουσιάζονται στην έκθεση: του Κωσταντίνου Καβάφη, της Κικής Δημουλά και του ρομαντικού φιλέλληνα Λόρδου Μπάυρον. Στη συνάντησή του με την ποίηση ο Γεωργιάδης επιστρατεύει τις μορφοποιητικές ιδιότητες της τέχνης του προκειμένου να εικονοποιήσει τους στίχους και να μεταφέρει το κλίμα που σημασιοδοτεί το νόημα των λέξεων. Άλλωστε, οι διανοητικοί μηχανισμοί του ποιητή και του ζωγράφου συγγενεύουν. Η σύνθεση, ο ρυθμός, οι αποχρώσεις που εμπεριέχει το ποίημα δεν αποτελούν βασικά συστατικά του ζωγραφικού έργου; Αλλά τα έργα του Γεωργιάδη δεν αντιστοιχούν στην «κατά λέξη εικονοποίηση», διότι ο ζωγράφος δεν επιθυμεί να εικονογραφήσει τους στίχους, αλλά να τους αναπλάσει δημιουργικά. Η οπτική του μεταφορά συνομιλεί με το βαθύτερο νόημα των λέξεων, τις οποίες μορφοποιεί με εφευρετικότητα και γνήσιο συναίσθημα. Οι εικόνες του είναι έντιμες. Αποτίουν σεβασμό στο ποιητικό έργο. Δεν παρεμβαίνουν, ούτε υποβάλλουν ερμηνείες. Δεν εξαπατούν τον θεατή. Και κυρίως, δεν υποβιβάζουν το έργο φέρνοντάς το στα μέτρα της προσωπικής του ερμηνείας, όπως δυστυχώς πράττουν «χωρίς αιδώ» πολλοί σύγχρονοι αρτίστες που «επαναπροσδιορίζουν» κλασικά έργα.
Με τις εικόνες του ο Γεωργιάδης δεν περιγράφει τους στίχους, αλλά αποκαλύπτει τη δεσπόζουσα ιδέα του ποιήματος μέσα από την τέχνη του και ασφαλώς μέσα από το δικό του συναίσθημα. Διότι δεν είναι ένας παθητικός δέκτης, αλλά ένας δημιουργός, ο οποίος χρησιμοποιεί –ελεύθερος– την τέχνη του ως όχημα εικαστικής μεταφοράς του ποιητικού έργου. Αυτή τη διαδικασία «ελεύθερης μεταφοράς» της ποίησης στη ζωγραφική έχει περιγράψει έξοχα ο Γιώργος Σεφέρης. Επαινώντας τα Ζωγραφικά σχόλια που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Μόραλης προκειμένου να εικονογραφήσει τη συγκεντρωτική έκδοση των Ποιημάτων του (Ίκαρος, 1965) επισημαίνει: «Σπάνια μου πέτυχαν τα ζευγαρώματα των τεχνών. Ήταν πάντα για μένα κάτι σαν δύο άλογα ζεμένα στο ίδιο αμάξι που ξαφνικά τραβούν προς αντίθετες κατευθύνσεις. […] Ωστόσο, όταν […] ο Μόραλης μου έδειξε τις ζωγραφιές του, κατάλαβα πως μπορεί κάποτε να μην υπάρχει διόλου αμάξι, παρά μόνο δύο ελεύθερα άλογα καλπάζοντας ανεξάρτητα σ’ ένα πράσινο λιβάδι».
Η μορφοποιητική δυνατότητα της ζωγραφικής δεν είναι –άλλωστε– άγνωστη στον Γεωργιάδη, καθώς έχει ζωντανέψει ήδη «ολίγες αγαπημένες πολιτείες» όπως την Αλεξάνδρεια, τη Βενετία και την Κωνσταντινούπολη. Την εξοικείωσή του με αυτή την πρόκληση αποτυπώνουν τα έργα που εμπνέονται από την απόκοσμη ιερότητα της γενέτειρας του Απόλλωνα. Τη συναρπαστική ατμόσφαιρα του ιερού νησιού αναπαράγουν υποβλητικές συνθέσεις φωτισμένες με χρυσαφένιες πινελιές της λάμψης του Φοίβου που ύμνησε ο Μπάυρον:
Λάμπει από καλοκαίρι χρυσωμένη
Η Δήλος που θαυμαστά αναδύθηκε
και ξεπρόβαλε ο Φοίβος.
«Τα νησιά της Ελλάδας»
Μια μικρή ομάδα έργων είναι εξομολογητικές δημιουργίες από την Προσωπική μυθολογία του ζωγράφου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος που διέπει τη γέννηση μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας γίνεται δύσκολα κατανοητός. Διότι ο καλλιτέχνης ενεργοποιεί τις εντυπώσεις και τα ερεθίσματά του, εξωτερικά είτε εσωτερικά, και τα μορφοποιεί. Εδώ ο Γεωργιάδης αφήνει τη φαντασία του ελεύθερη για να εκφράσει μέσα από την τέχνη του τον εσωτερικό του λόγο με τις συνειδητές ή ασυνείδητες επιλογές και τις συνθήκες του. Πρόθεσή του είναι να προκαλέσει την αισθητική συγκίνηση που θα συναντήσει την ευαισθησία του θεατή. Κοινό χαρακτηριστικό των έργων της ομάδας αυτής είναι η ονειρική ατμόσφαιρα που μοιάζει να επικαλείται μια μνήμη ή μια επιθυμία. Οι διάφανες ρεμβαστικές επιφάνειες υπαινίσσονται μια ρευστή πραγματικότητα που γίνεται αντιληπτή με το συναίσθημα μάλλον παρά με την όραση. Ένας ευαίσθητος θεατής θα τις αποκαλούσε «εικόνες ποιητικές».
Newsletter
Copyright © 2025 Andreas Georgiadis