Η ζωγραφική του Ανδρέα Γεωργιάδη αφηγείται ιστορίες από τα βαθιά: κόσμοι που διέφυγαν από τη νύχτα της λήθης, αφανή τοπία που για μια στιγμή αποκαλύφθηκαν ως όνειρα, εικόνες πολύτιμες που οξειδώθηκαν εκτεθειμένες στον άνεμο της εποχής τους, μνήμες – νησιά που σπαράγματά τους διασώθηκαν σε μια οδυσσειακή εσωτερική περιπλάνηση. Προχωρώντας τα χρόνια, οικειοποιούμενος τη χρήση του μελανιού, που με μεγάλη άνεση έχει κάνει πια δική του, ο Ανδρέας Γεωργιάδης, δημιουργεί μια ποιητική που ο λυρισμός της, παρότι εμφανής δεν είναι καθόλου ακίνδυνος. Η φθορά, η υγρασία, η απουσία, η φυγή γίνονται αιχμηρές όψεις αυτής της ποιητικής, ικανές να προστατεύσουν το αίτημα που κατοικεί στον πυρήνα της: την ανάγκη διεκδίκησης ενός άλλου φωτός, μιας άλλης θάλασσας πέρα από τα όρια του ορίζοντα, ενός άλλου κόσμου που γλιστρά από το όνειρο στην ανάμνηση.
Με συγκινούν πολύ τα μελάνια του Ανδρέα. Η μυθολογία και το εύθραυστο στοιχείο τους, η απίστευτη διαδρομή της διάσπασης του μαύρου και η ικανότητα να εκμαιεύεται μέσα από τη νύχτα το πριν ή το μετά της, η τολμηρή χρήση των ημιτονίων και οι αποχρώσεις τους, η πρόκληση της μη αναφοράς τους στο χρώμα, σε μια εποχή τόσο κατακλυσμένη από τη λατρεία της εικόνας και των χρωματικών βομβαρδισμών της. Τα αγάπησα από την πρώτη στιγμή που τα συνάντησα, όταν πρωτοξεκίνησε να παλεύει το υλικό του ο ζωγράφος και να χτίζει την τέχνη του. Μου θύμιζαν ποιήματα χαϊκού. Αυτό το δύσκολο είδος ποίησης που η οικονομία μάχεται την μεταφορά και το υπονοούμενο συλλαβίζει έναν κόσμο ολόκληρο σε τρεις γραμμές. Το στοίχημα όσο κι αν φαίνεται μια απλή οικονομοτεχνική αναμέτρηση, στην πραγματικότητα, κερδίζεται ή χάνεται, στην ποιότητα του στόχου του. Ακριβώς αυτή την αναμέτρηση χαιρόμουν πάντα και στα έργα του. Ο στόχος παρέμενε αθέατος αλλά τον ένιωθα πάντα παρόντα: το εντός τοπίο του ζωγράφου, ζητούσε τόσο επίμονα να σχηματιστεί στο χαρτί ή τον καμβά, που πολλές φορές ερήμην του δημιουργού του, απαιτούσε ή υπεδείκνυε τις διαδρομές του. Δεν του αρκούσαν μανιέρες, ευκολίες. Ήταν μια τόσο επιτακτική ανάγκη που αρκούσε να βρει χρόνο για να μεταφορτωθεί. Κι όταν ο στόχος κατακτούσε το έδαφος και το έκανε πατρίδα του, τότε έχτιζε τη μυθολογία του, τις απαραίτητες εμμονές και προσηλώσεις που απαιτεί η καλλιτεχνική έκφραση, για να φτάσει στο σημείο όπου ο δημιουργός θα απορροφηθεί από το έργο του, θα χαθεί μέσα σ’ αυτό για να ζήσει μια άλλη μοναχική ζωή μέσα από το γέννημά του.
Το ταξίδι της μνήμης ή καλύτερα η μνήμη του ταξιδιού που περιγράφεται εδώ από το ζωγράφο Ανδρέα Γεωργιάδη, νιώθω να μας αφορά ακριβώς γι’ αυτό το λόγο: είναι τόσο ιδιωτική, τόσο μοναχική, τόσο ιδιαίτερη που δυναμικά μας περιέχει όλους.
Newsletter
Copyright © 2020 Andreas Georgiadis