Αναρωτιέμαι συχνά πού να οφείλεται άραγε το ενδιαφέρον που επιδεικνύουν οι κάθε είδους καλλιτέχνες προς το πρόσωπο και το έργο του Αλεξανδρινού ποιητή Κ.Π. Καβάφη, ενδιαφέρον που τους ωθεί άλλοτε να αποδίδουν τη ζωή του και άλλοτε να σχολιάζουν, με τα μέσα της τέχνης του ο καθένας, συγκεκριμένα ποιήματά του. Μια εύλογη απάντηση θα ήταν η διεθνής πλέον αναγνώριση της ποίησής του κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, απάντηση που δεν είναι πάντως επαρκής για ένα θέμα που ήδη έχει λάβει την έκταση φαινομένου. Υπάρχουν πολλοί άλλοι ποιητές και συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι, με ευρεία προβολή και αναγνώριση της αξίας τους, για τους οποίους όμως δεν συντρέχει η προς τον Καβάφη προτίμηση που κάθε τόσο εκδηλώνεται από εικαστικούς, από μουσικούς, από σκηνοθέτες θεάτρου και κινηματογράφου. Έχω την εντύπωση πως η ίδια η καβαφική ποίηση, στην οποία παρελαύνει πληθώρα ανθρώπων της Τέχνης και του Λόγου (ζωγράφοι, γλύπτες, χαράκτες, ποιητές, ρήτορες, μουσικοί, ηθοποιοί, γραμματικοί, φιλόσοφοι και σοφιστές), παρέχει τα κίνητρα για την εκ νέου απόδοση του καβαφικού έργου με μέσα διαφορετικά από εκείνα της ποίησης. Πρόκειται για μια αμφίδρομη σχέση· συντρέχει, θα έλεγα, ένα είδος συναδελφικής καλλιτεχνικής αλληλεγγύης.
Παρακολουθώ από χρόνια με ενδιαφέρον τη ζωγραφική του Ανδρέα Γεωργιάδη ο οποίος, μετά από μια εντυπωσιακή έως σήμερα πορεία που χαρακτηρίζεται από την ευρύτητα της εκάστοτε θεματικής του, στρέφεται τώρα προς τον Αλεξανδρινό. Θα τολμούσα να ισχυριστώ πως ο Γεωργιάδης έφτασε στον Καβάφη, όπως έχει συμβεί και με άλλους ομόκεντρους κύκλους έργων του, μέσω της λογοτεχνίας, χωρίς να παραγνωρίζω τα προσωπικά του ταξίδια στην Αλεξάνδρεια. Ο Σεφέρης είχε δηλώσει πως για να κατανοήσεις την ποίηση του Καβάφη πρέπει να επισκεφθείς την πόλη του. Σε παλαιότερες συμμετοχές του σε ομαδικές εκθέσεις είχαν απασχολήσει τον Γεωργιάδη ο Διονύσιος Σολωμός, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η λογοτεχνική γενιά του ’30. Αναφέρομαι κυρίως στις προηγούμενες ατομικές του που είχαν τίτλο Αναζητώντας το χαμένο χρόνο (2011) και Αλεξανδρινό Κουαρτέτο (2014). Στην πρώτη, τα έργα του συνδιαλέγονταν με αποσπάσματα κειμένων κλασικών Γάλλων συγγραφέων, όπως ο Marcel Proust, o Honoré de Balzac, ο Émile Zola, ο Gustave Flaubert και άλλοι, ενώ στη δεύτερη, μέσα από τη διαθλασμένη ματιά του Lawrence Durrell, ο ζωγράφος εικονογραφούσε δρόμους, σπίτια και τοπία της Αλεξάνδρειας. Ανάλογο κλίμα ανακαλούσε και η ατομική έκθεσή του που αναφερόταν σε μιαν ακόμη πρωτεύουσα του μείζονος ελληνισμού (Κωνσταντινούπολη, 2016).
Όσο γνωρίζω, η περίπτωση του Καβάφη είχε απασχολήσει τον Γεωργιάδη, εμμέσως ή απευθείας, και σε άλλες παλαιότερες εκθέσεις του, όπως στην ατομική με τίτλο Διασχίζοντας τον Νείλο (2013) και στην ομαδική του 2013 στην Καβάλα και στο Κάιρο, στο πλαίσιο της διοργάνωσης «Καβάφεια». Αυτή η προϊστορία αποδεικνύει πως ήταν «έτοιμος από καιρό» να προσεγγίσει όχι μόνον τον Αλεξανδρινό και το έργο του, αλλά να εκφράσει και όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα Αλεξάνδρειας, Καΐρου και Αιγύπτου, που υπόκειται συχνά στην καβαφική ποίηση. Γιατί η ματιά του Γεωργιάδη δεν περιορίζεται στο πρόσωπο του ποιητή ούτε σε κάποια επιφανειακά στοιχεία που θα μπορούσαν εύκολα να δηλώσουν στον θεατή την καταγωγική τους σχέση. Έντεχνα και μεθοδικά, αποφλοιώνει ποιήματα, τοπία και πρόσωπα, για να αποκαλύψει τους βαθύτερους αρμούς και τους υπαινιγμούς της καβαφικής έκφρασης.
Τα πιο πολλά από τα τριάντα έργα που συγκροτούν τη σημερινή έκθεση σχολιάζουν κυρίως ποιήματα του «κανόνα», μερικά από τα λεγόμενα «Κρυμμένα», καθώς και μερικά τοπία της Αλεξάνδρειας, με ενιαία χρωματική γκάμα, προκειμένου να αποδοθεί με τον ίδιο τρόπο η ενότητα που διατρέχει όλη την ποίηση του Καβάφη. Τα βασικά χρώματα στην παλέτα του Γεωργιάδη υποβάλλουν και δημιουργούν ένα κλίμα εσωτερικής γεωγραφίας, κάποτε με απροσδόκητες παρεκκλίσεις, αλλά πάντα με σταθερή οπτική. Κάθε ποίημα αποδίδεται με τον ιδιαίτερο τρόπο που του ταιριάζει, χωρίς καθόλου να παραβιάζεται ή να εγκαταλείπεται η ατμοσφαιρική μοναδικότητά του. Για παράδειγμα, στο έργο για το ποίημα «Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών» αντιστρέφεται η καθιερωμένη οριζόντια εικόνα δύο προσώπων που έχουν κατακλιθεί· παρουσιάζεται σαν φωτογραφία τραβηγμένη από ψηλά, πάνω από τα περίπου ενωμένα κεφάλια των οριζοντιωμένων συντρόφων. Αρκετά από τα ερωτικά ποιήματα αποδίδονται μόνον με μία προσωπογραφία, όπως μπορεί να τη σχηματίσει στο μυαλό του ο αναγνώστης αυτών των ποιημάτων. Εξάλλου, ο Καβάφης παρέχει ορισμένα χαρακτηριστικά της εμφάνισης και του προσώπου των ηρώων του, που διευκολύνουν τον ζωγράφο και, ταυτόχρονα, ευρύνουν τη δημιουργική φαντασία του. Πρόκειται για τα ποιήματα «Εν τη οδώ», «Επέστρεφε», «Ιασή τάφος», «Μακρυά», «Μέρες του 1903», «Μέρες του 1908», «Ο καθρέπτης στην είσοδο», «Όταν διεγείρονται» και «Ρωτούσε για την ποιότητα». Πορτρέτα υψηλής αισθητικής, ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές που είχε τάξει ο Γιάννης Κεφαλληνός στο κλασικό δοκίμιό του «Το πορτρέτο». Κατά τη δική του διατύπωση, το πορτρέτο πρέπει να «παρουσιάζεται πάντα σαν μια βιογραφία. Δεν είναι η εντύπωση μιας στιγμής, είναι η ιστορία μιας ολόκληρης ζωής […]. Πρέπει να μας παρουσιάζει την εποχή του, την καταγωγή του, τον κλάδο του, τη δράση του, να μας δείξει δηλαδή γυμνό τον ατομικό του χαρακτήρα». Αυτές τις αρετές διαθέτουν τα καβαφικά πορτρέτα του Ανδρέα Γεωργιάδη.
Ιδιαίτερη αναφορά οφείλω στο πορτρέτο του ίδιου του Καβάφη, που απέχει από τη συνήθη απόδοση της μορφής του ποιητή, όπως μας την έχουν παραδώσει οι φωτογραφίες πάνω στις οποίες στηρίχτηκαν όλες οι προσωπογραφίες του κατά τα παλαιότερα χρόνια, ακόμη και από καλλιτέχνες που τον είχαν συναναστραφεί και αποπειράθηκαν να φιλοτεχνήσουν τη μορφή του. Προϋπήρξε δηλαδή, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το μοντέλο-φωτογραφία που αφήνει ελάχιστα περιθώρια στον ζωγράφο για μιαν ιδιότροπη δημιουργική ανάπλαση που θέλει και μπορεί να απομακρυνθεί από αυτό που βλέπει. Ο Γεωργιάδης παραμέρισε όλες (ελάχιστες, εξάλλου) τις γνωστές φωτογραφίες του Καβάφη και τον απέδωσε να γέρνει ελαφρά, ακουμπώντας στο τραπέζι, σε μιαν «ελαφριά απόκλιση προς το σύμπαν».
Η περίπου ενιαία χρωματική γκάμα όλων των έργων που ανταποκρίνεται στην ίδια την ενότητα της καβαφικής ποίησης, όπως προανέφερα, καταφαίνεται σε πολλά από τα έργα που εκτίθενται. Εύγλωττα και εντελώς ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν οι πίνακες που σχολιάζουν τα ποιήματα «Απ’ τες εννιά», «Ένας γέρος», «Η πόλις», «Κάτω απ’ το σπίτι», «Μέρες του 1909, ’10 και ’11», «Ο ήλιος του απογεύματος», «Τείχη». Αν αναλογιστούμε τις πάσης φύσεως αναστολές του Καβάφη, τους περιορισμούς που του επέβαλλε το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, αυτομάτως αναδύεται η έννοια του εγκλεισμού, τόσο απροκάλυπτα δηλωμένη σε πολλά ποιήματά του. Αυτά τα «υψηλά τείχη» που είχαν ανεγερθεί γύρω του δημιουργούν το κλίμα εγκλεισμού που προβάλλει ανάγλυφο στους πίνακες που ήδη ανέφερα.
Η παρούσα έκθεση δεν εικονογραφεί απλώς στίχους του Καβάφη. Συνιστά μια πρόταση και ερμηνευτική απόπειρα να αποδοθεί ο εσωτερικός ρυθμός που διατρέχει πολλά ερωτικά ποιήματα του Αλεξανδρινού, καθώς και η ατμόσφαιρα της γενέθλιας πόλης του, όπως ο ίδιος θέλησε να την αποτυπώσει και όπως την εισπράττει ακόμη και σήμερα ο ταξιδιώτης. Ο Ανδρέας Γεωργιάδης παραδίδει την προσωπική του γοητευτική εκδοχή, όπως την κατέγραψε στη διαρκή συνομιλία του με τον ποιητή Κ.Π. Καβάφη και σφυρηλατεί έναν εντελώς δικό του ισχυρό κρίκο στην αλυσίδα των εικαστικών που έχουν σχολιάσει μέχρι σήμερα τον ποιητή.
Newsletter
Copyright © 2025 Andreas Georgiadis