-Η τέχνη δεν είναι τέχνη παρά αν απειλεί την ίδια σου την ύπαρξη.
-Θα μπορούσες να το επαναλάβεις αυτό, παρακαλώ, αλλά πιο σιγά;
Λώρενς Ντάρρελ, Κλέα
Ολοκληρώνοντας έξι σχεδόν χρόνια νωρίτερα ένα μικρό δοκίμιο με τίτλο «Οι Χρόνοι της Ημέρας και της Σκιάς στη ζωγραφική του Ανδρέα Γεωργιάδη» με αφορμή την αξέχαστη Βενετία της προσωπικής του μυθολογίας, περιέγραφα την αναπόδραστη «Έρημη Χώρα» του ζωγράφου, την υδάτινη πολιτεία του φαντασιακού που ζωγραφισμένη από μνήμης και θυμίζοντας έντονα την αληθινή Βενετία εξακολουθούσε να παραπέμπει στο «παρθένο δάσος» του Walter Benjamin, στον μαγεμένο τόπο όπου περιπλανήθηκαν οι «άγριοι» αυτόχθονες και οι «βοτανιστές εξερευνητές» της ρομαντικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Η σκοτεινή κυανή Βενετία του Ανδρέα Γεωργιάδη ήταν, εντέλει, κυρίως «η ακίνητη λιμνοθάλασσα, ο νοητός υδάτινος τόπος της μνήμης που συνομιλώντας εξακολουθητικά με μια μετέωρη, απειλητική αίσθηση του αναπότρεπτου μπορούσε δυνητικά να φιλοξενήσει όλα τα αδύνατα».
Τα έργα του Ανδρέα Γεωργιάδη που πηγάζουν εν γένει από τα έγκατα του ιχνογραφημένου υποσυνείδητου και το στιγμιαίο κλίμα μιας εντατικής πρωτοειδωμένης εικόνας ή ενός καθηλωτικού λογοτεχνικού τόπου , συγγενεύουν μεταξύ τους με τον ίδιο συνθηματικό και συμπυκνωμένο τρόπο που συγγενεύουν και οι γεωγραφικές μνήμες των ανεξίτηλων προορισμών. Ξαναδιαβάζοντας με ενεργοποιημένη προσήλωση το Κουαρτέτο του Ντάρρελ και επισκεπτόμενος τη γενέθλια μήτρα του, ο Γεωργιάδης κυριεύτηκε από τη βασανιστική επιθυμία να τρέψει την ανάγνωση σε εικονοπλαστική αυτοτέλεια: συνθέτοντας στο τοπίο του νου τον συνολικό χώρο της σκηνικής δράσης, διαφυλάσσοντας την καθαρότητα του συναισθήματος και απαλείφοντας την απόσταση από την ανάγνωση στη ζωγραφική.
Διασχίζοντας στο πλευρό μου τα επιτόπια σπαράγματα της αλλοτινής Αλεξάνδρειας τον περασμένο Οκτώβριο, ο ίδιος μου μιλούσε με οικεία έξαρση για τη μυθική πόλη του Κουαρτέτου του Λώρενς Ντάρρελ που συνδιαλέγεται με τον Οδυσσέα του James Joyce και τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα, που συναντά την Αλεξάνδρεια του E.M. Forster και στοιχειώνεται από την Αλεξάνδρεια του Κ.Π. Καβάφη. Για τον τόπο αυτό των φροϋδικών εκπλήξεων και των αϊνσταϊνικών θεωρημάτων με τη δυτική μεταφυσική, τη λεβαντίνικη μοίρα και τις απεριόριστες δυνατότητες που ο ίδιος συνάντησε μέσα από την ενδελεχή ανάγνωση, εξηγώντας μου ότι εναντιούμενος στη φθορά της καταπιάνεται κυρίως και πάλι με την εικόνα της μνήμης, «το ισχυρότερο όπλο του στη διάσωση των συγκινήσεων και φορτίο απαραίτητο για τον ίδιο, όσο το νερό και το φαγητό».
Γητευμένος από την Αλεξάνδρεια "των πέντε φυλών και των πέντε γλωσσών" όσο και οι ίδιοι οι ήρωες του Κουαρτέτου που ως το τέλος της πυκνής αφήγησης τελούν δέσμιοι του πνεύματος του τόπου, του genius loci της πόλης, ο Γεωργιάδης συμπαρασύρει εκ νέου τον εκστατικό θεατή στην πατριδογνωσία των σπλάχνων της, ζωγραφίζοντας με φωτεινές σέπιες την ασάλευτη μεσημβρία και περπατώντας μαζί του «στην κομψή Rue Fuad και τα αραβικά λερωμένα σοκάκια, σταματώντας στην έναστρη Κορνίς και στο Χρηματιστήριο Βάμβακος, συχνάζοντας με τον Ντάρλι, τον Νεσίμ και την Ιουστίνη στο L'Etoile, το καφέ Baudrot ή το ξενοδοχείο Cecil και στα μικρά χασισοπωλεία στους αμμώδεις λόφους των παρυφών της, κρυφοκοιτώντας τις χαμηλόφωνες συναλλαγές των πορνείων και των κουρείων, τα φωτισμένα εσωτερικά των μεγαλοπρεπών μεγάρων και των θερινών παραθαλάσσιων περιπτέρων αναψυχής». Αποφεύγοντας «τα γλυκά συστατικά της νοσταλγίας» μα ανασηκώνοντας με εξαιρετική τρυφερότητα και ακριβή σχεδιαστική ενάργεια την προστατευτική μεμβράνη της σκονισμένης μνήμης της πόλης, ο Ανδρέας Γεωργιάδης αντιλαμβάνεται, πιστεύω, την Αλεξάνδρεια με τον ίδιο τρόπο που περιγράφει ο Sam Jordison στο θαυμάσιο άρθρο του «The Alexandria Quartet: Mirrors and telescopes». (3) «Αυτή η ουτοπική πόλη της καλειδοσκοπικής ιστορίας του Ντάρρελ που θυμίζει την «Έρημη Χώρα» του TS Eliot, σημειώνει ο Jordison, «είναι, ωστόσο σύμφωνα με τον συγγραφέα της το μοναδικό αληθινό γεγονός του βιβλίου. Θα συνιστούσα λοιπόν στον αναγνώστη να την ακολουθήσει μέσα από τα μεγεθυντικά κάτοπτρα και τα τηλεσκόπια που εμφανίζονται εξακολουθητικά κατά την εξύφανση της πλοκής, από τη διαθλασμένη πρώτη εμφάνιση του παραπλανητικού ειδώλου της Ιουστίνης στους καθρέφτες και των τριών πλευρών του δωματίου και τις αντανακλάσεις των συνωμοτικών ψιθύρων στο μπαρμπέρικο του Mnemjian, ως το αμείλικτο τηλεσκόπιο με το οποίο ο Νεσίμ παρακολουθεί τις ερωτικές συνευρέσεις της Ιουστίνης με τον αφηγητή και το σκονισμένο καθρεφτάκι της μνήμης μέσω του οποίου διασώζεται η ανάμνηση του Pursewarden».
Εάν είναι, ίσως, αλήθεια ότι η Ιουστίνη δεν υπήρξε παρά ένα είδωλο, μοιάζει επίσης αληθινή η εκμυστήρευση του Νεσίμ: «Ο άνθρωπος δεν είναι παρά προέκταση του πνεύματος ενός τόπου». Ο Ανδρέας Γεωργιάδης πέτυχε με τρόπο συναρπαστικό να ζωγραφίσει τα είδωλα και το πνεύμα αυτού του τόπου. Αποχαιρετώντας την Αλεξάνδρεια που ποτέ του δεν έχασε και ανασυνθέτοντας τις εικόνες της «μίλια και χρόνια μακρυά», εγκατεστημένος σε ένα μικρό νησί της Μεσογείου. Σαν τον αφηγητή του Κουαρτέτου της.
1. EM Forster, «Alexandria, A History and Guide», first published in 1922
2.«Rereading: The Alexandria Quartet by Lawrence Durrell», Jan Morris, « The Guardian», δημ. 24/2/2012.
3. «The Alexandria Quartet: Mirrors and telescopes», Sam Jordison, «The Guardian», δημ. 9/3/2012.
Newsletter
Copyright © 2020 Andreas Georgiadis