Ζωγραφίζοντας την Πόλη των πόλεων  

Ίρις Κρητικού
Εφημ. Καθημερινή, 2019

Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα τόσο γρήγορα
Που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω

                                                                                               Οδυσσέας Ελύτης, Τα ελεγεία της οξώπετρας

Ακολουθώ εδώ και μια δεκαετία τις πολύτιμες ενσταλάξεις της μνήμης και του μελανιού του ακριβού μου φίλου Ανδρέα Γεωργιάδη όπως ο Κοντορεβιθούλης τα μικρά ψίχουλα του ψωμιού στο σκοτεινό δάσος. Το παλίμψηστο της προσωπικής του μυθολογίας, τον οδήγησε από τις ακίνητες λαγκούνες και τις ερεβώδεις σκιές της προσφιλούς του Βενετίας στον μαγεμένο λογοτεχνικό τόπο της Αλεξάνδρειας του Ντάρρελ, που η δική του γραφή και ανάγνωση μετέτρεψαν σταδιακά στον βιωμένο ιστορικό και φαντασιακό λαβύρινθο μιας πόλης με δυτική μεταφυσική και λεβαντίνικη μοίρα, κατοικημένης ξανά ως τα έγκατα και τα σπλάχνα της. Κι ύστερα; Κι ύστερα ποια άλλη πόλη θα μπορούσε να χωρέσει την ασίγαστη ετούτη λαχτάρα του διανοούμενου και ζωγράφου να ψηλαφήσει, να αναμοχλεύσει, να διασώσει, να αφηγηθεί; Ποια άλλη πόλη από την Κωνσταντινούπολη, θα μπορούσε να ολοκληρώσει την τριλογία με τις Αναπόδραστες Πολιτείες της καρδιάς και του νου του;

Τα νέα έργα του Ανδρέα Γεωργιάδη που πηγάζουν από τα έγκατα του ιχνογραφημένου υποσυνείδητου και το στιγμιαίο κλίμα μιας εντατικής πρωτοϊδωμένης εικόνας, ενός καθηλωτικού ιστορικού χωρίου ή ενός λογοτεχνικού τόπου, συγγενεύουν μεταξύ τους με τον συνθηματικό και συμπυκνωμένο τρόπο που συγγενεύουν και οι γεωγραφικές μνήμες των ανεξίτηλων προορισμών.

Με την ίδια ενεργοποιημένη προσήλωση και ενδελέχεια με την οποία μετέτρεψε στο Κουαρτέτο του Ντάρρελ την ανάγνωση σε εικονοπλαστική αυτοτέλεια, συνθέτοντας στο τοπίο του νου τον συνολικό χώρο της σκηνικής δράσης, διαφυλάσσοντας την καθαρότητα του συναισθήματος και απαλείφοντας την απόσταση από την ανάγνωση στη ζωγραφική, τώρα ο Ανδρέας Γεωργιάδης, με τον τρόπο του επίμονου περιηγητή, εξαντλώντας κάθε επιτόπια δυνατότητα χρόνου και χρησιμοποιώντας παράλληλα δυσεύρετες ιστορικές πηγές και σπάνιο σχεδιαστικό ή φωτογραφικό υλικό, ανασυνθέτει στη συναρπαστική ετούτη ενότητα τα πολύτιμα σπαράγματα της ιστορικής βυζαντινής Κωνσταντινούπολης.

Η περιήγησή του, αποτυπωμένη σε χειροποίητο χαρτί με ζωγραφική πυκνότητα αλλά και χρωματική ενάργεια (είναι η πρώτη φορά που αισθάνθηκε την ανάγκη να χρησιμοποιήσει εντατικά το χρώμα), ξεδιπλώνεται με αφετηρία την εμβληματική Στήλη των Γότθων (πρόκειται για το παλαιότερο σωζόμενο μνημείο της πόλης, χρονολογημένο το 220 μ.Χ.), φθάνοντας έως τη δεκαετία του 1920 και τη «νέα» γέφυρα του Γαλατά, αφηγούμενη 1700 χρόνια ιστορίας. Η Στήλη του Κωνσταντίνου, το υδραγωγείο του Ουάλη με τους κισσούς της λήθης, η βασιλική υπόγεια Κινστέρνα με τα ανεστραμμένα κεφάλια της Μέδουσας, η σπουδαία Μονή του Αγίου Ιωάννη Στουδίου, η Αγία Σοφία τότε και πάντα, η δύσβατη Παναγία Μουχλιώτισσα στην ανηφορική γειτονιά στο Φανάρι, ο ηρωικός Πύργος του Λέανδρου, ο ναός του Σωτήρος, το περικαλλές ανάκτορο του Βουκολέοντος, η Μονή Παντοκράτορα με τις απλωμένες μπουγάδες, ο εμβληματικός πύργος του Γαλατά με τα στοιχειά του, το κάστρο του Βόσπορου με τους ερειπιώνες του, το μαγικό χάνι της Βαλιντέ με τα παραμύθια του, το Ορτάκιοϊ και η περίλαμπρη Μεγάλη του Γένους Σχολή, τα περίτεχνα στροβιλιστά σκαλοπάτια του Camondo και η μεγάλη οδός του Πέραν με τα τραμ και τις μυρμηγκιές των φυλών και των ανθρώπων, αποτυπώνονται μεθοδικά και ηδονικά μαζί, ενσωματώνονται στο παρόν και διασώζονται στον διηνεκή χρόνο της Πόλης.

Αποφεύγοντας για μία ακόμη φορά «τα γλυκά συστατικά της νοσταλγίας» μα αποτυπώνοντας με ακριβή σχεδιαστική δεξιότητα και εναργή ενσυναίσθηση τα ίχνη της ένδοξης αρχιτεκτονικής και ανθρώπινης σκονισμένης μνήμης της Πόλης των πόλεων, ο Ανδρέας Γεωργιάδης συναντά στις περιπλανήσεις του τους ίσκιους και τις αφηγήσεις του Κωνσταντίνου Μανασσή, του Γιάννη Παππά, του Αλέξανδρου Μασσαβέτα, του John Freely, του Raymond Janin, του Steven Runciman και του Pierre Loti, που γράφει ετούτο που αισθανόμαστε όλοι όσοι ζήσαμε και αφουγκραστήκαμε σε χρόνο μονάκριβο αλλά δανεικό την Κωνσταντινούπολη, όταν περπατούμε επάνω σε εκείνες τις πέτρες κι όταν κρυφοκοιτούμε ανάμεσα στα ερειπωμένα μαρμάρινα βημόθυρα των βυζαντινών ναών και τα κατώφλια των αυτοκρατορικών ανακτόρων, στο «Φάντασμα της Ανατολής» του: «...Πέρα από τη δική μου θλίψη, που κάνει σήμερα τα έμβια να φαντάζουν νεκρά, ποια άλλη θλίψη να κατοικεί παντοτινά εκεί, να ελλοχεύει στην εικόνα της Κωνσταντινούπολης; Είχα προσπαθήσει να την εκφράσω σε ένα από τα πρώτα βιβλία μου, αλλά δεν το είχα κατορθώσει και σήμερα σε κάθε πέτρα, σε κάθε τάφο που αναγνωρίζω στο δρόμο μου, επανέρχονται οι ανείπωτες εντυπώσεις του άλλοτε, με αυτή την εσωτερική ζάλη που υπήρξε μια από τις διαρκέστερες της ζωής μου, βρίσκοντάς με και πάλι ανήμπορο να ζωγραφίσω και να προσδιορίσω με λέξεις αυτό που βλέπω και εκείνο που νιώθω, αυτό που υποφέρω...»

Η Κωνσταντινούπολη του Ανδρέα Γεωργιάδη είναι και η δική μου. Ευχάριστη ανάμνηση οικογενειακών εκπαιδευτικών ταξιδιών, ιδανικός προορισμός σχολαστικής επαλήθευσης των βυζαντινών σπουδών μου, τοπίο αποκάλυψης και παντοτινού έρωτα από την πρώτη φορά που έσκυψα κάτω από το σεντόνι της σκόνης του χρόνου, ζώντας κατά διαστήματα εκεί και αφήνοντας πίσω μου στιγμές, πράξεις και σχέσεις, εικόνες, ψιθύρους και επώδυνες υποσχέσεις επιστροφής.

Με αφορμή αυτήν την ενότητα, ξαναπερπατήσαμε μαζί την Πόλη των πόλεων με τον Ανδρέα, και το «ευχαριστώ» για ετούτον τον περίπατο, είναι πολύ λίγο.

Copyright © 2020 Andreas Georgiadis